μεταύριον

μεταύριον
μεταύριον (Α)
επίρρ. βλ. μεθαύριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταύριον — the day after to morrow indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] …   Dictionary of Greek

  • μεθαύριο — (ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον) επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέρα («μεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας») νεοελλ. 1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο») 2. ως ουσ. η μεθαύριον η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”